πανθεσπρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανθεσπρωτικός < παν- + θεσπρωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πανθεσπρωτικός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Θεσπρωτία, ή με όλα τα μέρη αυτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανθεσπρωτικός
|