παντοκρατορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντοκρατορικός < παντοκράτορας < παντοκράτωρ
Επίθετο[επεξεργασία]
παντοκρατορικός
- εκείνος που έχει την ιδιότητα του παντοκράτορα ή που συμπεριφέρεται σαν παντοκράτορας χωρίς απαραίτητα να έχει αυτή την ικανότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντοκρατορικός
|