παντουρκικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντουρκικός η παντουρκική το παντουρκικό
      γενική του παντουρκικού της παντουρκικής του παντουρκικού
    αιτιατική τον παντουρκικό την παντουρκική το παντουρκικό
     κλητική παντουρκικέ παντουρκική παντουρκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντουρκικοί οι παντουρκικές τα παντουρκικά
      γενική των παντουρκικών των παντουρκικών των παντουρκικών
    αιτιατική τους παντουρκικούς τις παντουρκικές τα παντουρκικά
     κλητική παντουρκικοί παντουρκικές παντουρκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντουρκικός < παν- + τουρκικός

Επίθετο[επεξεργασία]

παντουρκικός

  1. ο σχετικός με ολόκληρη την Τουρκία, ή απ΄ όλα τα μέρη της Τουρκίας
  2. ο σχετικός με τον παντουρκισμό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]