πανωτόκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πανωτόκι | τα | πανωτόκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πανωτόκι | τα | πανωτόκια |
κλητική | πανωτόκι | πανωτόκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.noˈto.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νω‐τό‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανωτόκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) τόκος, που δεν έχει πληρωθεί και κεφαλαιοποιείται, με αποτέλεσμα να ξανατοκίζεται
- ※ Στοπ στα πανωτόκια σε στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια και κάρτες βάζει νομοσχέδιο που ετοιμάζει η κυβέρνηση για την προστασία του καταναλωτή... (Απαγορευτικό για πανωτόκια, γκρίζους όρους, Τα Νέα, 31 Οκτ. 2009)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαϊκότροπη λέξη για τον ανατοκισμό
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πανωτόκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πανω- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)