πανωτόκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανωτόκι τα πανωτόκια
      γενική
    αιτιατική το πανωτόκι τα πανωτόκια
     κλητική πανωτόκι πανωτόκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανωτόκι < πανω- + τόκ(ος) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.noˈto.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νω‐τό‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανωτόκι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) τόκος, που δεν έχει πληρωθεί και κεφαλαιοποιείται, με αποτέλεσμα να ξανατοκίζεται
    ※  Στοπ στα πανωτόκια σε στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια και κάρτες βάζει νομοσχέδιο που ετοιμάζει η κυβέρνηση για την προστασία του καταναλωτή... (Απαγορευτικό για πανωτόκια, γκρίζους όρους, Τα Νέα, 31 Οκτ. 2009)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]