παπαριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παπαριά | οι | παπαριές |
γενική | της | παπαριάς | των | παπαριών |
αιτιατική | την | παπαριά | τις | παπαριές |
κλητική | παπαριά | παπαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπαριά θηλυκό
- (χυδαίο) χαζά λόγια, κουτές ιδέες
- (χυδαίο) κουταμάρα, βλακεία, μέγα σφάλμα, ανουσιότητα, μαλακία, χαζομάρα
- (χυδαίο) άτσαλη ενέργεια, σφάλμα, αγαρμποσύνη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παπαριά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)