παπλωματάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπλωματάκι τα παπλωματάκια
      γενική
    αιτιατική το παπλωματάκι τα παπλωματάκια
     κλητική παπλωματάκι παπλωματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπλωματάκι < πάπλωμα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπλωματάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πάπλωμα