παπουτσόκαρφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπουτσόκαρφο ουδέτερο
- καρφί που οι τσαγκάρηδες τοποθετούσαν στα παπούτσια
παπουτσόκαρφο ουδέτερο