παράθλασις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παράθλασῐς | αἱ | παραθλάσεις |
γενική | τῆς | παραθλάσεως | τῶν | παραθλάσεων |
δοτική | τῇ | παραθλάσει | ταῖς | παραθλάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παράθλασῐν | τὰς | παραθλάσεις |
κλητική ὦ! | παράθλασῐ | παραθλάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραθλάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραθλασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράθλασις θηλυκό (καθαρεύουσα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρά- (καθαρεύουσα)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)