παραβαμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
- για άτομο που έχει βάλει πολύ μακιγιάζ
- για πόρτα που δεν κλείνει λόγο της πολλής μπογιάς και του μη τριψίματος της παλιάς πριν το βάψιμο