παραθερισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραθερισμός < παραθερίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραθερισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραθερίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παραθερίζω και θέρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραθερισμός