παραλίμνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραλίμνιος, -α, -ο
- που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη
- παραλίμνιος οικισμός
- παραλίμνια έκταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραλίμνιος
|