παραμυθιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμυθιασμένος η παραμυθιασμένη το παραμυθιασμένο
      γενική του παραμυθιασμένου της παραμυθιασμένης του παραμυθιασμένου
    αιτιατική τον παραμυθιασμένο την παραμυθιασμένη το παραμυθιασμένο
     κλητική παραμυθιασμένε παραμυθιασμένη παραμυθιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμυθιασμένοι οι παραμυθιασμένες τα παραμυθιασμένα
      γενική των παραμυθιασμένων των παραμυθιασμένων των παραμυθιασμένων
    αιτιατική τους παραμυθιασμένους τις παραμυθιασμένες τα παραμυθιασμένα
     κλητική παραμυθιασμένοι παραμυθιασμένες παραμυθιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραμυθιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραμυθιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

παραμυθιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]