παρασάγγης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασάγγης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασάγγης (μέτρο απόστασης των αρχαίων Περσών) < περσική فرسنگ (farsang) < αρχαία περσική *frasanhva-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.naˈsaŋ.ɟis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐σάγ‐γης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρασάγγης αρσενικό
- (μονάδα μέτρησης, ιστορία) μέτρο απόστασης των αρχαίων Περσών. Ισοδυναμούσε με μήκος 30 σταδίων, δηλαδή 30 Χ 185,15 = 5.554,5 σημερινών μέτρων.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- απέχω παρασάγγας, απέχω παρασάγγες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασάγγης
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- παρασάγγης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρασάγγης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)