παρασπόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρασπόρι | τα | παρασπόρια |
γενική | του | παρασπορίου | των | παρασπορίων |
αιτιατική | το | παρασπόρι | τα | παρασπόρια |
κλητική | παρασπόρι | παρασπόρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασπόρι < μεσαιωνική ελληνική παρασπόριον < ελληνιστική κοινή παρασπορά < παρασπείρω < παρά + αρχαία ελληνική σπείρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρασπόρι ουδέτερο
- (παρωχημένο) τμήμα ενός τσιφλικιού που ο καλλιεργητής το καλλιεργούσε για δικό του λογαριασμό κι όχι για τον τσιφλικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασπόρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)