παρασυναγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασυναγωγή < ελληνιστική κοινή παρασυναγωγή < παρά + αρχαία ελληνική συναγωγή < συνάγω < σύν + ἄγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρασυναγωγή θηλυκό
- (θρησκεία) μυστική συνάθροιση εκκλησιαστικών και λαϊκών προσώπων, με σκοπό την τέλεση ιεροπραξίας, παρά την αντίθετη γνώμη του οικείου μητροπολίτη και σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές διατάξεις
- (θρησκεία) αντικανονική ή παράνομη σύνοδος εκκλησιαστικών και λαϊκών προσώπων
- (κατ’ επέκταση) μυστική ή εξωθεσμική συνάθροιση μελών μιας πολιτικής, κοινωνικής ή άλλης οργάνωσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασυναγωγή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)