παραφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paraphilia < γερμανική Paraphilie < νεολατινική paraphilia < αρχαία ελληνική παρά + -φιλία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραφιλία θηλυκό
- (νεολογισμός) τρόπος σεξουαλικής διέγερσης που παρεκκλίνει από τους συνηθισμένους
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η δημιουργία του όρου πιστώνεται στον Friedrich Salomon Krauss το 1903.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραφιλικά
- παραφιλικός
- → δείτε τις λέξεις παρά και φίλος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παραφιλία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφιλία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φιλία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)