παρεγχυματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρεγχυματώδης < παρέγχυμα + -ώδης < ελληνιστική κοινή παρέγχυμα
Επίθετο[επεξεργασία]
παρεγχυματώδης
- (ανατομία, βοτανική) που περιέχει μεγάλη ποσότητα παρεγχύματος
- (ανατομία, βοτανική) άλλη μορφή του παρεγχυματικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεγχυματώδης
|