παρεντερικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεντερικός η παρεντερική το παρεντερικό
      γενική του παρεντερικού της παρεντερικής του παρεντερικού
    αιτιατική τον παρεντερικό την παρεντερική το παρεντερικό
     κλητική παρεντερικέ παρεντερική παρεντερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεντερικοί οι παρεντερικές τα παρεντερικά
      γενική των παρεντερικών των παρεντερικών των παρεντερικών
    αιτιατική τους παρεντερικούς τις παρεντερικές τα παρεντερικά
     κλητική παρεντερικοί παρεντερικές παρεντερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρεντερικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

παρεντερικός

  • που δεν λαμβάνεται μέσω της πεπτικής διαδικασίας των εντέρων αλλά δίνεται ενέσιμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]