παρηγορημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρηγορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρηγορώ
Μετοχή[επεξεργασία]
παρηγορημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρηγορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρηγορημένος
|