παρκαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρκάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
παρκαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρκάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρκαρισμένος
|