παρορμηθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παρορμηθείς παρορμηθεῖσ τὸ παρορμηθέν
      γενική τοῦ παρορμηθέντος τῆς παρορμηθείσης τοῦ παρορμηθέντος
      δοτική τῷ παρορμηθέντ τῇ παρορμηθείσ τῷ παρορμηθέντ
    αιτιατική τὸν παρορμηθέντ τὴν παρορμηθεῖσᾰν τὸ παρορμηθέν
     κλητική ! παρορμηθείς παρορμηθεῖσ παρορμηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παρορμηθέντες αἱ παρορμηθεῖσαι τὰ παρορμηθέντ
      γενική τῶν παρορμηθέντων τῶν παρορμηθεισῶν τῶν παρορμηθέντων
      δοτική τοῖς παρορμηθεῖσῐ(ν) ταῖς παρορμηθείσαις τοῖς παρορμηθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς παρορμηθέντᾰς τὰς παρορμηθείσᾱς τὰ παρορμηθέντ
     κλητική ! παρορμηθέντες παρορμηθεῖσαι παρορμηθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρορμηθέντε τὼ παρορμηθείσ τὼ παρορμηθέντε
      γεν-δοτ τοῖν παρορμηθέντοιν τοῖν παρορμηθείσαιν τοῖν παρορμηθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

παρορμηθείς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]