πασιφιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασιφιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική pacifiste < αρχαία ελληνική -ιστής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.si.fiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐σι‐φι‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασιφιστής αρσενικό (θηλυκό πασιφίστρια)
- συνώνυμο του ειρηνιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πασιφιστής
→ δείτε τη λέξη ειρηνιστής |
Πηγές[επεξεργασία]
- πασιφιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)