πατητήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πατητήριον τὰ πατητήρι
      γενική τοῦ πατητηρίου τῶν πατητηρίων
      δοτική τῷ πατητηρί τοῖς πατητηρίοις
    αιτιατική τὸ πατητήριον τὰ πατητήρι
     κλητική ! πατητήριον πατητήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πατητηρίω
γεν-δοτ τοῖν  πατητηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατητήριον < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ, πατη- + -τήριον [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατητήριον ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πατέω

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «πατώ» & ετυμολογικό πεδίο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]