πατρολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατρολογικός < πατρολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πατρολογικός, -ή, -ό
- (θρησκεία) σχετικός με την πατρολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατρολογικός