παχύδερμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παχύδερμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παχύδερμος < αρχαία ελληνική παχύδερμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παχύδερμο ουδέτερο
- (ζωολογία) (συνήθως στον πληθυντικό: παχύδερμα) μεγαλόσωμο θηλαστικό με παχύ (και άτριχο) δέρμα
- ※ Δασοφύλακες στο βόρειο Καμερούν δίνουν μάχη για να ανακόψουν την πορεία ενός κοπαδιού ελεφάντων, καθώς τα παχύδερμα περιπλανώνται στην πρωτεύουσα μιας περιφέρειας, αφού προηγουμένως ισοπέδωσαν τα γύρω χωριά, σκοτώνοντας τουλάχιστον δύο ανθρώπους. (www.kathimerini.gr, 24.05.2023)
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)