πεδούκλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεδούκλι | τα | πεδούκλια |
γενική | του | πεδουκλιού | των | πεδουκλιών |
αιτιατική | το | πεδούκλι | τα | πεδούκλια |
κλητική | πεδούκλι | πεδούκλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεδούκλι < πέδικλο + υποκοριστικό επίθημα -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεδούκλι ουδέτερο
- άλλη μορφή του πέδικλο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεδούκλι
|