πεισιθάνατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεισιθάνατος < πείθω + θάνατος
Επίθετο[επεξεργασία]
πεισιθάνατος, -η, -ο
- αυτός που ωθεί προς τον θάνατο ή που θέλει να δώσει ένα τέλος που να ταυτίζεται με τον θάνατο: π.χ. πεισιθάνατη φιλοσοφία | έργο | ποίηση, μτφ. ο απαισιόδοξος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεισιθάνατος
|