πεπολιτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεπολιτισμένος < πολιτισμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή[επεξεργασία]
πεπολιτισμένος, -η, -ο
- πολιτισμένος (μετά από αναδιπλασιασμό)
- ※ αναδιπλασιάζει μανιακά μετοχές οι οποίες ποτέ δεν είχαν αναδιπλασιασμό ή που τον έχουν αποβάλει εδώ και καμιά εικοσαριά αιώνες. Διότι βέβαια δεν εννοώ εδώ τους απόλυτα αποδεκτούς στερεότυπους αναδιπλασιασμούς σαν το δεδομένο ή το τετριμμένο που ούτε καν γίνονται αντιληπτοί. Εννοώ κάτι απίθανα «πεπολιτισμένος» και «μεμολυσμένος» (Νίκος Σαραντάκος, Μια ακόμα επικίνδυνη αρρώστια: ο αναδιπλασιαστικός τραυλισμός από το Νεοκαθαρευουσιάνικο κοτσανολόγιο, sarantakos.com [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεπολιτισμένος
|