πεπονόσπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεπονόσπορος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεπονόσπορος
|
Δείτε επίσης : περονόσπορος |
πεπονόσπορος αρσενικό
|