περιοδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιοδί αἱ περιοδίαι
      γενική τῆς περιοδίᾱς τῶν περιοδιῶν
      δοτική τῇ περιοδί ταῖς περιοδίαις
    αιτιατική τὴν περιοδίᾱν τὰς περιοδίᾱς
     κλητική ! περιοδί περιοδίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιοδί
γεν-δοτ τοῖν  περιοδίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιοδία < περίοδος + -ία < περί + ὁδός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιοδία θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]