περισκοπημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περισκοπημένος η περισκοπημένη το περισκοπημένο
      γενική του περισκοπημένου της περισκοπημένης του περισκοπημένου
    αιτιατική τον περισκοπημένο την περισκοπημένη το περισκοπημένο
     κλητική περισκοπημένε περισκοπημένη περισκοπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περισκοπημένοι οι περισκοπημένες τα περισκοπημένα
      γενική των περισκοπημένων των περισκοπημένων των περισκοπημένων
    αιτιατική τους περισκοπημένους τις περισκοπημένες τα περισκοπημένα
     κλητική περισκοπημένοι περισκοπημένες περισκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περισκοπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περισκοπώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

περισκοπημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]