πιστοχρεωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστοχρεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιστοχρεώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
πιστοχρεωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πιστοχρεώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστοχρεωμένος
|