πλασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλάθω
Μετοχή[επεξεργασία]
πλασμένος, -η, -ο
- που έχει πλαστεί
- δημιουργημένος με ένα χάρισμα και/ή με ένα σκοπό
- αυτός ο άνθρωπος είναι πλασμένος για μουσικός