πλατύσκαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλατύσκαλο ουδέτερο
- πλατύ σκαλί μπροστά από είσοδο
- πλατύ σκαλί πάνω σε στροφή σκάλας
- το κεφαλόσκαλο· το κορυφαίο πλατύ σκαλί φορητής σκάλας