πλευροκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλευροκόπηση | οι | πλευροκοπήσεις |
γενική | της | πλευροκόπησης* | των | πλευροκοπήσεων |
αιτιατική | την | πλευροκόπηση | τις | πλευροκοπήσεις |
κλητική | πλευροκόπηση | πλευροκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλευροκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλευροκόπηση < πλευροκοπώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλευροκόπηση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) επίθεση στα πλάγια της εχθρικής παράταξης ή του οχυρού της
- το χτύπημα κάποιου ατομου στα πλευρά
- (μεταφορικά) η πλάγια πρόκληση φθορών που βλάπτει ένα άτομο ή την περιουσία του ή οποιονδήποτε στόχο χωρίς άμεση, μετωπική επίθεση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλευροκόπηση
|