πληροφοριοδότις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πληροφοριοδότις | αἱ | πληροφοριοδότιδες | ||||
γενική | τῆς | πληροφοριοδότιδος | τῶν | πληροφοριοδοτίδων | ||||
δοτική | τῇ | πληροφοριοδότιδι | ταῖς | πληροφοριοδότισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πληροφοριοδότιν | τὰς | πληροφοριοδότιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πληροφοριοδότι | πληροφοριοδότιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληροφοριοδότις, -ιδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) θηλυκό του πληροφοριοδότης: η πληροφοριοδότρια
Πηγές[επεξεργασία]
- πληροφοριοδότης (θηλ. -ότις) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .