πνίγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πνίγος | τα | πνίγη |
γενική | του | πνίγους | των | πνιγών |
αιτιατική | το | πνίγος | τα | πνίγη |
κλητική | πνίγος | πνίγη | ||
Στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνίγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πνῖγος > πνίγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνίγος ουδέτερο
- (φιλολογία, θέατρο, όρος για την αρχαία ελληνική κωμωδία) τμήμα της παράβασης στην αρχαία κωμωδία, το οποίο εκφέρεται απνευστί, χωρίς σταμάτημα, με γρήγορη εκφορά (που σε πνίγει γιατί δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πνίγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνίγος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Κωμωδία, Β7. Παράβαση greek-language.gr στο Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Ψηφίδες, 2012, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)