πολεμόσημο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολεμόσημο τα πολεμόσημα
      γενική του πολεμόσημου
πολεμοσήμου
των πολεμόσημων
πολεμοσήμων
    αιτιατική το πολεμόσημο τα πολεμόσημα
     κλητική πολεμόσημο πολεμόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολεμόσημο < πόλεμος + -ο- + -σημο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.leˈmo.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λε‐μό‐ση‐μο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολεμόσημο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]