πολεμόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολεμόσημο | τα | πολεμόσημα |
γενική | του | πολεμόσημου & πολεμοσήμου |
των | πολεμόσημων & πολεμοσήμων |
αιτιατική | το | πολεμόσημο | τα | πολεμόσημα |
κλητική | πολεμόσημο | πολεμόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.leˈmo.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λε‐μό‐ση‐μο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολεμόσημο ουδέτερο
- (παρωχημένο, οικονομία) ειδικό ένσημο για την ενίσχυση της ελληνικής εθνικής προσπάθειας κατά τη διάρκεια του βʹ παγκοσμίου πολέμου
- ※ Διαρκοῦντος τοῦ πολέμου καθιεροῦται ἔνσημον ὑπὸ τὸν τίτλον «πολεμόσημον», ἀποσκοποῦν εἰς τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ Ἐθνικοῦ Ἀγῶνος. (Αναγκαστικός νόμος 2778/1941)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολεμόσημο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σημο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)