πολιτικολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολιτικολόγος οι πολιτικολόγοι
      γενική του/της πολιτικολόγου των πολιτικολόγων
    αιτιατική τον/την πολιτικολόγο τους/τις πολιτικολόγους
     κλητική πολιτικολόγε πολιτικολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτικολόγος (μαρτυρείται από το 1851) (στον πληθυντικό αριθμό)[1] < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολιτικολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 822, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου