πολιτικοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικοποιημένος η πολιτικοποιημένη το πολιτικοποιημένο
      γενική του πολιτικοποιημένου της πολιτικοποιημένης του πολιτικοποιημένου
    αιτιατική τον πολιτικοποιημένο την πολιτικοποιημένη το πολιτικοποιημένο
     κλητική πολιτικοποιημένε πολιτικοποιημένη πολιτικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοποιημένοι οι πολιτικοποιημένες τα πολιτικοποιημένα
      γενική των πολιτικοποιημένων των πολιτικοποιημένων των πολιτικοποιημένων
    αιτιατική τους πολιτικοποιημένους τις πολιτικοποιημένες τα πολιτικοποιημένα
     κλητική πολιτικοποιημένοι πολιτικοποιημένες πολιτικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολιτικοποιούμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

πολιτικοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]