πολυαναμενόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυαναμενόμενος η πολυαναμενόμενη το πολυαναμενόμενο
      γενική του πολυαναμενόμενου της πολυαναμενόμενης του πολυαναμενόμενου
    αιτιατική τον πολυαναμενόμενο την πολυαναμενόμενη το πολυαναμενόμενο
     κλητική πολυαναμενόμενε πολυαναμενόμενη πολυαναμενόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυαναμενόμενοι οι πολυαναμενόμενες τα πολυαναμενόμενα
      γενική των πολυαναμενόμενων των πολυαναμενόμενων των πολυαναμενόμενων
    αιτιατική τους πολυαναμενόμενους τις πολυαναμενόμενες τα πολυαναμενόμενα
     κλητική πολυαναμενόμενοι πολυαναμενόμενες πολυαναμενόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυαναμενόμενος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

πολυαναμενόμενος

  • που αναμένεται να γίνει ή να πραγματοποιηθεί με μεγάλη αγωνία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]