πολυανδρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυανδρικός < πολυανδρία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυανδρικός
- ο σχετικός με πολυανδρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυανδρικός