πολυβασανισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυβασανισμένος < πολυ- + βασανισμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
πολυβασανισμένος, -η, -ο
- που έχει βασανιστεί πολύ, που έχει ταλαιπωρηθεί πολύ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυβασανισμένος
|