πολυνοσηρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυνοσηρότητα < πολυνοσηρός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multimorbidity)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.li.no.siˈro.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐νο‐ση‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυνοσηρότητα θηλυκό
- (ιατρική) η ιδιότητα του πολυνοσηρού
- ※ Διαπιστώθηκε ότι η κατανομή της πολυνοσηρότητας τροποποιείται ανάλογα με επιδημιολογικά, κοινωνικά, κλινικά και ψυχοκινητικά χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη στη διαχείριση ασθενών και στην οργάνωση των συστημάτων υγείας. (Επιδημιολογική μελέτη της πολυνοσηρότητας στον ελληνικό πληθυσμό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυνοσηρότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)