πολυπυρηνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυπυρηνικός, -ή, -ό
- (βιολογία) αυτός που φέρει περισσότερους από ένα πυρήνες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυπυρηνικός
|