πολυτυπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυτυπία οι πολυτυπίες
      γενική της πολυτυπίας των πολυτυπιών
    αιτιατική την πολυτυπία τις πολυτυπίες
     κλητική πολυτυπία πολυτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυτυπία < πολυ- + τύπος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική formenreich[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυτυπία θηλυκό

  1. (γραμματική) η ύπαρξη πολλαπλών μορφών ενός γραμματικού τύπου
  2. (κατ’ επέκταση) πολυμορφία, ποικιλία

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]