πολυχρονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polychronic < αρχαία ελληνική πολύς + χρόνος
Επίθετο
[επεξεργασία]πολυχρονικός
- (λόγιο) που συμβαίνει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυχρονικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)