πολύκροτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύκροτος < αρχαία ελληνική πολύκροτος < πολύς + κρότος
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύκροτος, -η, -ο
- που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και συζητήθηκε πολύ
- πολύκροτη δίκη, πολύκροτη υπόθεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύκροτος