ποντικίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποντικίσιος | η | ποντικίσια | το | ποντικίσιο |
γενική | του | ποντικίσιου | της | ποντικίσιας | του | ποντικίσιου |
αιτιατική | τον | ποντικίσιο | την | ποντικίσια | το | ποντικίσιο |
κλητική | ποντικίσιε | ποντικίσια | ποντικίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποντικίσιοι | οι | ποντικίσιες | τα | ποντικίσια |
γενική | των | ποντικίσιων | των | ποντικίσιων | των | ποντικίσιων |
αιτιατική | τους | ποντικίσιους | τις | ποντικίσιες | τα | ποντικίσια |
κλητική | ποντικίσιοι | ποντικίσιες | ποντικίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)