πορταμέντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορταμέντο τα πορταμέντα
      γενική του πορταμέντου των πορταμέντων
    αιτιατική το πορταμέντο τα πορταμέντα
     κλητική πορταμέντο πορταμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορταμέντο < ιταλική portamento < portare < λατινική portare < porto (φέρω, μεταφέρω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορταμέντο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Portamento στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]